- ὀλιγοχρόνιος
- 2 и 3 кратковременный, недолговечный
Ancient Greek-Russian simple. 2014.
Ancient Greek-Russian simple. 2014.
ὀλιγοχρόνιος — of short duration masc nom sg ὀλιγοχρόνιος of short duration masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ολιγοχρόνιος — ολιγοχρόνιος, α, ο και ολιγόχρονος, η, ο και λιγόχρονος, η, ο αυτός που διαρκεί ή που ζει λίγο χρόνο, βραχύβιος, λιγοζώητος (αντίθ. μακροχρόνιος, α, ο) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ολιγοχρόνιος — α, ο (ΑΜ ὀλιγοχρόνιος, ον, θηλ. και ία) [ολιγόχρονος] αυτός που ζει ή διαρκεί για σύντομο χρονικό διάστημα λιγόχρονος (α. «ἔφη σε ὀλιγοχρόνιον ἔσεσθαι», Ηρόδ. β. «καὶ πασῶν ὸλιγοχρονιώτεραι τῶν πολιτειῶν εἰσιν ὀλιγαρχία καὶ τυραννίς», Αριστοτ.)… … Dictionary of Greek
ὀλιγοχρονιώτερον — ὀλιγοχρόνιος of short duration adverbial comp ὀλιγοχρόνιος of short duration masc acc comp sg ὀλιγοχρόνιος of short duration neut nom/voc/acc comp sg ὀλιγοχρόνιος of short duration masc acc comp sg ὀλιγοχρόνιος of short duration neut nom/voc/acc… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλιγοχρονιωτέρων — ὀλιγοχρόνιος of short duration fem gen comp pl ὀλιγοχρόνιος of short duration masc/neut gen comp pl ὀλιγοχρόνιος of short duration fem gen comp pl ὀλιγοχρόνιος of short duration masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλιγοχρονιώτατον — ὀλιγοχρόνιος of short duration masc acc superl sg ὀλιγοχρόνιος of short duration neut nom/voc/acc superl sg ὀλιγοχρόνιος of short duration masc acc superl sg ὀλιγοχρόνιος of short duration neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλιγοχρονίως — ὀλιγοχρόνιος of short duration adverbial ὀλιγοχρόνιος of short duration masc acc pl (doric) ὀλιγοχρόνιος of short duration adverbial ὀλιγοχρόνιος of short duration masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλιγοχρόνιον — ὀλιγοχρόνιος of short duration masc acc sg ὀλιγοχρόνιος of short duration neut nom/voc/acc sg ὀλιγοχρόνιος of short duration masc/fem acc sg ὀλιγοχρόνιος of short duration neut nom/voc/acc sg ὀλιγοχρονέω take a short time to rise imperf ind act… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλιγοχρονίων — ὀλιγοχρόνιος of short duration fem gen pl ὀλιγοχρόνιος of short duration masc/neut gen pl ὀλιγοχρόνιος of short duration masc/fem/neut gen pl ὀλιγοχρονέω take a short time to rise pres part act masc nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλιγοχρονιωτέροις — ὀλιγοχρόνιος of short duration masc/neut dat comp pl ὀλιγοχρόνιος of short duration masc/neut dat comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλιγοχρονιωτέρους — ὀλιγοχρόνιος of short duration masc acc comp pl ὀλιγοχρόνιος of short duration masc acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)